Διάλογος για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας
Οι χαμηλές αποδοχές μειώνουν ή αυξάνουν την ανεργία; Τι εννοεί κανείς με τον όρο ανταγωνιστικότητα; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης; Σε συνέχεια διαπιστώσεων του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού, τη σκυτάλη παίρνει ο αναπλ. καθηγητής Εφαρμοσμένης Θεωρίας Παιγνίου στο University of London – Royal Holloway Σωτήρης Γεωργανάς.
Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση στη συζήτηση περί σχέσης κατώτατου μισθού και ανταγωνιστικότητας;
Κατ’αρχάς, πρέπει να συζητήσουμε σε τι αναφέρεται η ανταγωνιστικότητα, γιατί στον δημόσιο διάλογο βλέπω να χρησιμοποιούν πολλοί τον όρο χωρίς να εξηγούν τι εννοούν με την έννοια και γιατί θα πρέπει αυτή να μας ενδιαφέρει.
Φαντάζομαι οι περισσότεροι αναφέρονται στη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει προϊόντα που έχουν ζήτηση στο εξωτερικό. Φυσικά η ζήτηση ενός προϊόντος εξαρτάται από την τιμή του. Όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν χαμηλότερο κόστος, μπορούν να προσφέρουν τα προϊόντα
τους σε χαμηλότερη τιμή. Έτσι, στον βαθμό που οι κατώτατοι μισθοί επηρεάζουν το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, επηρεάζουν και την ανταγωνιστικότητά τους στο εξωτερικό.
Τώρα, το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο πρέπει να μας νοιάζει η ζήτηση των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό. Δεν βλέπω κανέναν λόγο οι εξαγωγές να είναι αυτοσκοπός. Είναι χρήσιμες μόνο στον βαθμό που ανεβάζουν το βιοτικό μας επίπεδο, δηλαδή τη διαχρονική μας ικανότητα να καταναλώνουμε αγαθά, εγχώρια ή ξένα.
Εν τέλει, αυτό που θεωρώ ότι πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η παραγωγικότητα. Πόσο παράγουμε ανά ώρα εργασίας. Αν παράγουμε πολύ, μπορούμε να καταναλώνουμε πολύ. Αν δεν παράγουμε, έχουμε ελλείψεις.
Φυσικά, αν οι ελληνικές εξαγωγές είναι πολύ χαμηλές, αυτό μπορεί να αποτελεί δείγμα χαμηλής παραγωγικότητας. Αλλά πάλι αυτό που πρέπει να επιδιώκουμε μακροπρόθεσμα είναι να βελτιώνουμε την παραγωγικότητά μας, όχι να ανεβάζουμε τεχνητά τις εξαγωγές. Υπό αυτήν την έννοια, οποιοδήποτε μέτρο αποσκοπεί απλώς στην αλλαγή των σχετικών τιμών εσωτερικού και εξωτερικού (π.χ. υποτίμηση ενός νομίσματος) δεν προσφέρει μακροπρόθεσμες λύσεις, παρά ένα μπάλωμα (βέβαια ενίοτε αναγκαίο).
Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Την προβληματική χρήση του όρου «ανταγωνιστικότητα» έχει τονίσει ο Πολ Κρούγκμαν ήδη από το 1996, στο Pop Internationalism.
Φορείς όπως το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού υποστηρίζουν ότι η μείωση των βασικών αποδοχών στα 586 ευρώ δεν ήταν εξαρχής σε θέση να βελτιώσει την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, επικαλείται τόσο την εξέλιξη αποδοχών-ανεργίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όσο και τη διεθνή εμπειρία.
Θεωρώ ότι δεν είναι ασφαλές να επικαλείται κανείς τη διεθνή εμπειρία προκειμένου να αντλήσει μαθήματα για τη σημερινή Ελλάδα. Όσα βιώνει σήμερα η Ελλάδα αλλά και ολόκληρη η Ευρωζώνη είναι σε μεγάλο βαθμό πρωτόγνωρα. Πλούσιες χώρες που αναγκάζονται να καταφεύγουν στο ΔΝΤ, μια νομισματική ένωση ανεξάρτητων κρατών με εθνικές παραδόσεις αιώνων που καταλήγουν να έχουν τόσο στενούς οικονομικούς δεσμούς παράλληλα με δύσκολες πολιτικές σχέσεις κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, η σχέση αποδοχών και ανεργίας διαφέρει όχι μόνο μεταξύ χωρών, αλλά και εντός της ίδιας της χώρας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Στην ακμάζουσα Μασαχουσσέτη του 2005, μια αύξηση των κατώτατων μισθών κατά 20% μπορεί να έφερνε ένα θετικό αποτέλεσμα για τους εργαζομένους. Μπορεί το ίδιο να ίσχυε και στην Ελλάδα του 1905. Η ίδια αύξηση στην Ελλάδα της κρίσης του 2013 μάλλον θα σήμαινε ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας.
Παρεμπιπτόντως, πρέπει να αποφύγουμε μια πολύ διαδεδομένη λογική πλάνη. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχαμε πτώση μισθών αλλά αύξηση ανεργίας δεν σημαίνει ότι η μείωση μισθών έφερε την ανεργία! Το σωστό ερώτημα είναι τι ποσοστά ανεργίας θα είχαμε, αν δεν μειώνονταν και οι μισθοί. Αγορές όπως αυτή των μεταφορών (όπου για παράδειγμα τα υψηλά κόμιστρα ταξί έχουν προκαλέσει ουρές άδειων οχημάτων) προσφέρουν ενδείξεις ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη χειρότερο.
Τελικά ποιοι παράγοντες (θα) κρίνουν την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα;
Αυτό είναι φυσικά ένα τεράστιο ερώτημα. Όπως προανέφερα, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει δεν είναι η ανταγωνιστικότητα αλλά η παραγωγικότητα. Η Ελλάδα δεν είναι αρκετά παραγωγική, τουλάχιστον για το (υψηλό) εισόδημα το οποίο επιθυμούμε και θεωρούμε ότι αξίζουμε να έχουμε (βλ. και σχετικό άρθρο στην Καθημερινή «Πόση ευημερία αξίζει η Ελλάδα»).
Τους λόγους γενικώς τους γνωρίζουμε. Το ανθρώπινο κεφάλαιο δεν είναι τόσο επαρκές όσο θα έπρεπε (πώς να είναι άλλωστε, με τα πανεπιστήμια κλειστά;). Οι φυσικές υποδομές παραμένουν ελλιπείς, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια ευρωπαϊκής ενίσχυσης. Και ίσως το πιο σημαντικό: δεν έχουμε μάθει να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε τα κοινά προβλήματα με φτηνούς, γρήγορους και αποτελεσματικούς τρόπους. Το ελληνικό κράτος βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις. Συχνά, μάλιστα, εμποδίζει την επιχειρηματική αλλά και κοινωνική πρόοδο της χώρας.
Όσο η παραγωγικότητά μας είναι χαμηλή, ή οι μισθοί μας θα είναι χαμηλοί, ή η ανεργία θα βρίσκεται στα ύψη ή και τα δύο θα συμβαίνουν ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει σήμερα.
Πολλοί επικαλούνται το παράδειγμα της Βουλγαρίας για να υποστηρίξουν ότι τόσο οι χαμηλοί μισθοί, όσο και η χαμηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων δεν παίζουν ρόλο τελικά για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη.
Τέτοιες συγκρίσεις προκύπτουν απο λογικές πλάνες. Δεν μπορείς να συγκρίνεις δύο τόσο ανόμοιες οικονομίες για να δεις αν το φάρμακο που δούλεψε στη μία περίπτωση θα δουλέψει και στην άλλη. Είναι σαν να κοιτάζει κανείς έναν μαραθωνοδρόμο που τρώει τρία πιάτα μακαρόνια την ημέρα προτού τρέξει και να συμπεραίνουμε στη συνέχεια ότι η μακαρονάδα αδυνατίζει, επειδή μετά τον μαραθώνιο τον ζυγίσαμε και ήταν 3 κιλά ελαφρύτερος.
Η Βουλγαρία είναι μια χώρα μέσου εισοδήματος, με χαμηλή παραγωγικότητα (κακές υποδομές, ελλιπές κεφάλαιο κ.ά). Σχηματικά, η Βουλγαρία δεν είναι φτωχή επειδή έχει χαμηλούς μισθούς. Έχει χαμηλούς μισθούς επειδή ειναι φτωχή.
Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά δεν είναι πλουσιότερη επειδή έχει υψηλότερους μισθούς. Έχει υψηλότερους μισθούς επειδή παράγει περισσότερο. Έχει υψηλότερη παραγωγικότητα. Το πρόβλημα είναι ότι οι μισθοί του 2007 δεν αντιστοιχούσαν στην παραγωγικότητά μας. Αυτό που βλέπουμε από τότε είναι, σε μεγάλο βαθμό, η αναγκαία επιστροφή των μισθών στο επίπεδο το οποίο αντέχει η οικονομία. Να το διευκρινίσουμε ξανά: οι μισθοί δεν μειώνονται για λόγους εθνικής περηφάνειας ή μιζέριας, για να «γίνουμε ανταγωνιστικοί» ή για να «γίνουμε Βουλγαρία». Οι μισθοί πέφτουν διότι -μαζί με τις τιμές- στην Ελλάδα του 2007 ήταν τεχνητά «φουσκωμένοι». Βρέθηκαν σε επίπεδα τα οποία η ελληνική οικονομία απλώς δεν μπορούσε να υποστηρίξει.
Η παράμετρος της αγοραστικής δύναμης; Μειωμένοι μισθοί δεν σημαίνουν και μειωμένη ζήτηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Ναι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να αυξάνει κανείς τους μισθούς όσο επιθυμεί, περιμένοντας ότι θα αυξάνεται αντίστοιχα και η ζήτηση.
Ας το δούμε διαφορετικά και πολύ απλά: το δημόσιο δεν έχει κεφάλαια για να αυξήσει τους μισθούς που πληρώνει. Χρεοκόπησε. Ακόμη και το τελευταίο παιδί σε αυτήν τη χώρα πρέπει να το καταλάβει. Ο δε ιδιωτικός τομέας βρίσκεται επίσης σε δεινή κατάσταση. Οι περισσότερες επιχειρήσεις όχι μόνο δεν μπορούν να χορηγήσουν αυξήσεις, αλλά είναι ζήτημα αν μπορούν να διατηρήσουν τους υπαλλήλους που έχουν σήμερα, με τους σημερινούς μισθούς.
Σίγουρα θα έχετε ακούσει το επιχείρημα: «πολλές επιχειρήσεις διαμηνύουν σήμερα ότι δεν είναι βιώσιμες, αφού όμως έχουν βάλει στην άκρη την υψηλή κερδοφορία των προηγούμενων ετών». Ποια είναι η γνώμη σας;
Καταρχάς, αμφιβάλλω οτι τα κέρδη ήταν τόσα, ώστε να υπερκαλύπτουν 5 χρόνια ζημιών λόγω κρίσης. Έπειτα, ένα παρόμοιο επιχείρημα δεν έχει και νόημα. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν βασικό στόχο τη φιλανθρωπία. Έχουν μετόχους που θέλουν τα λεφτά τους να πιάνουν τόπο. Αν δεν έχει έσοδα η επιχείρηση, τα κεφάλαια αποσύρονται και κλείνουν. Αν η Apple σε 20 χρόνια δεν πουλάει ούτε ένα κινητό ή ηλεκτρονικό υπολογιστή, δεν θα συνεχίσει να λειτουργεί επειδή έβγαζε το 2013 κάποια δις κέρδος. Θα προσπαθήσει να ξαναβγεί στην κερδοφορία και αν δεν τα καταφέρει, θα κλείσει, όπως έχουν κλείσει τόσο πολλές εταιρείες στην ιστορία που κάποτε είχαν υπάρξει κερδοφόρες.
Θα πρέπει άραγε να υπάρχουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας των εργαζομένων για λόγους κοινωνικής συνοχής; Υπό αυτήν την έννοια, δεν βοηθά να μην κινείται ο μίνιμουμ μισθός σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα;
Η κοινωνική συνοχή, με την έννοια της κοινωνικής ειρήνης, δεν είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε άλλον στόχο. Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι σίγουρα σημαντικότερη από την κοινωνική συνοχή. Για λόγους λοιπόν δικαιοσύνης και μόνο, αν όχι και κοινής λογικής, υπάρχουν σίγουρα πολλές εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα που είναι εξαιρετικά άνισες και εκεί μια κρατική παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει. Με την ανεργία στα ύψη και τις θέσεις εργασίας να σπανίζουν, κάποιοι εργοδότες μπορεί να κακομεταχειρίζονται τους εργαζομένους.
Θα ήταν κανείς πολύ φανατικός αν υποστήριζε ότι πρέπει αύριο να καταργηθεί κάθε πολιτική «προστασίας» της εργασίας. Το ερώτημα όμως είναι ποιες πολιτικές πραγματικά προστατεύουν τους πολίτες, είτε αυτοί εργάζονται είτε αναζητούν εργασία.
Το να θέτουμε κάποιο κατώτατο όριο στους μισθούς, ας πούμε 100 ευρώ, μπορεί να βοηθά τον εργαζόμενο να έχει υψηλότερη διαπραγματευτική ισχύ και να πετυχαίνει έναν ικανοποιητικότερο μισθό. Μπορεί θεωρητικά ένα τέτοιο μέτρο, υπό προϋποθέσεις, να ενισχύει την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων και κατ’ επέκταση την κατανάλωση, ώστε να αυξηθεί σημαντικά το ΑΕΠ και τελικά η συνολική απασχόληση να ενισχυθεί αντί να μειωθεί. Είναι όμως το ίδιο σαφές ότι αν θεσπίζαμε κατώτατους μισθούς στα 45.000 ευρώ, η ανεργία θα έφτανε στο 99%. Δεν μπορώ να φανταστώ ποιος θα ήταν χαρούμενος με αυτήν την προοπτική.
Στη σημερινή Ελλάδα, το ύψος της ανεργίας πιθανότατα δηλώνει ότι οι «κατώτατοι» μισθοί δεν βοηθούν πια αυτούς που υποτίθεται ότι θέλουμε να βοηθήσουμε, αλλά αντίθετα τους ζημιώνουν, καθώς τους σπρώχνουν είτε στην ανεργία, είτε στη μαύρη εργασία.
Πηγή: naftemporiki.gr
Οι χαμηλές αποδοχές μειώνουν ή αυξάνουν την ανεργία; Τι εννοεί κανείς με τον όρο ανταγωνιστικότητα; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης; Σε συνέχεια διαπιστώσεων του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού, τη σκυτάλη παίρνει ο αναπλ. καθηγητής Εφαρμοσμένης Θεωρίας Παιγνίου στο University of London – Royal Holloway Σωτήρης Γεωργανάς.
Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση στη συζήτηση περί σχέσης κατώτατου μισθού και ανταγωνιστικότητας;
Κατ’αρχάς, πρέπει να συζητήσουμε σε τι αναφέρεται η ανταγωνιστικότητα, γιατί στον δημόσιο διάλογο βλέπω να χρησιμοποιούν πολλοί τον όρο χωρίς να εξηγούν τι εννοούν με την έννοια και γιατί θα πρέπει αυτή να μας ενδιαφέρει.
Φαντάζομαι οι περισσότεροι αναφέρονται στη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει προϊόντα που έχουν ζήτηση στο εξωτερικό. Φυσικά η ζήτηση ενός προϊόντος εξαρτάται από την τιμή του. Όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν χαμηλότερο κόστος, μπορούν να προσφέρουν τα προϊόντα
τους σε χαμηλότερη τιμή. Έτσι, στον βαθμό που οι κατώτατοι μισθοί επηρεάζουν το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, επηρεάζουν και την ανταγωνιστικότητά τους στο εξωτερικό.
Τώρα, το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο πρέπει να μας νοιάζει η ζήτηση των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό. Δεν βλέπω κανέναν λόγο οι εξαγωγές να είναι αυτοσκοπός. Είναι χρήσιμες μόνο στον βαθμό που ανεβάζουν το βιοτικό μας επίπεδο, δηλαδή τη διαχρονική μας ικανότητα να καταναλώνουμε αγαθά, εγχώρια ή ξένα.
Εν τέλει, αυτό που θεωρώ ότι πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η παραγωγικότητα. Πόσο παράγουμε ανά ώρα εργασίας. Αν παράγουμε πολύ, μπορούμε να καταναλώνουμε πολύ. Αν δεν παράγουμε, έχουμε ελλείψεις.
Φυσικά, αν οι ελληνικές εξαγωγές είναι πολύ χαμηλές, αυτό μπορεί να αποτελεί δείγμα χαμηλής παραγωγικότητας. Αλλά πάλι αυτό που πρέπει να επιδιώκουμε μακροπρόθεσμα είναι να βελτιώνουμε την παραγωγικότητά μας, όχι να ανεβάζουμε τεχνητά τις εξαγωγές. Υπό αυτήν την έννοια, οποιοδήποτε μέτρο αποσκοπεί απλώς στην αλλαγή των σχετικών τιμών εσωτερικού και εξωτερικού (π.χ. υποτίμηση ενός νομίσματος) δεν προσφέρει μακροπρόθεσμες λύσεις, παρά ένα μπάλωμα (βέβαια ενίοτε αναγκαίο).
Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Την προβληματική χρήση του όρου «ανταγωνιστικότητα» έχει τονίσει ο Πολ Κρούγκμαν ήδη από το 1996, στο Pop Internationalism.
Φορείς όπως το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού υποστηρίζουν ότι η μείωση των βασικών αποδοχών στα 586 ευρώ δεν ήταν εξαρχής σε θέση να βελτιώσει την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, επικαλείται τόσο την εξέλιξη αποδοχών-ανεργίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όσο και τη διεθνή εμπειρία.
Θεωρώ ότι δεν είναι ασφαλές να επικαλείται κανείς τη διεθνή εμπειρία προκειμένου να αντλήσει μαθήματα για τη σημερινή Ελλάδα. Όσα βιώνει σήμερα η Ελλάδα αλλά και ολόκληρη η Ευρωζώνη είναι σε μεγάλο βαθμό πρωτόγνωρα. Πλούσιες χώρες που αναγκάζονται να καταφεύγουν στο ΔΝΤ, μια νομισματική ένωση ανεξάρτητων κρατών με εθνικές παραδόσεις αιώνων που καταλήγουν να έχουν τόσο στενούς οικονομικούς δεσμούς παράλληλα με δύσκολες πολιτικές σχέσεις κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, η σχέση αποδοχών και ανεργίας διαφέρει όχι μόνο μεταξύ χωρών, αλλά και εντός της ίδιας της χώρας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Στην ακμάζουσα Μασαχουσσέτη του 2005, μια αύξηση των κατώτατων μισθών κατά 20% μπορεί να έφερνε ένα θετικό αποτέλεσμα για τους εργαζομένους. Μπορεί το ίδιο να ίσχυε και στην Ελλάδα του 1905. Η ίδια αύξηση στην Ελλάδα της κρίσης του 2013 μάλλον θα σήμαινε ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας.
Παρεμπιπτόντως, πρέπει να αποφύγουμε μια πολύ διαδεδομένη λογική πλάνη. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχαμε πτώση μισθών αλλά αύξηση ανεργίας δεν σημαίνει ότι η μείωση μισθών έφερε την ανεργία! Το σωστό ερώτημα είναι τι ποσοστά ανεργίας θα είχαμε, αν δεν μειώνονταν και οι μισθοί. Αγορές όπως αυτή των μεταφορών (όπου για παράδειγμα τα υψηλά κόμιστρα ταξί έχουν προκαλέσει ουρές άδειων οχημάτων) προσφέρουν ενδείξεις ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη χειρότερο.
Τελικά ποιοι παράγοντες (θα) κρίνουν την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα;
Αυτό είναι φυσικά ένα τεράστιο ερώτημα. Όπως προανέφερα, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει δεν είναι η ανταγωνιστικότητα αλλά η παραγωγικότητα. Η Ελλάδα δεν είναι αρκετά παραγωγική, τουλάχιστον για το (υψηλό) εισόδημα το οποίο επιθυμούμε και θεωρούμε ότι αξίζουμε να έχουμε (βλ. και σχετικό άρθρο στην Καθημερινή «Πόση ευημερία αξίζει η Ελλάδα»).
Τους λόγους γενικώς τους γνωρίζουμε. Το ανθρώπινο κεφάλαιο δεν είναι τόσο επαρκές όσο θα έπρεπε (πώς να είναι άλλωστε, με τα πανεπιστήμια κλειστά;). Οι φυσικές υποδομές παραμένουν ελλιπείς, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια ευρωπαϊκής ενίσχυσης. Και ίσως το πιο σημαντικό: δεν έχουμε μάθει να συνεργαζόμαστε, να λύνουμε τα κοινά προβλήματα με φτηνούς, γρήγορους και αποτελεσματικούς τρόπους. Το ελληνικό κράτος βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις. Συχνά, μάλιστα, εμποδίζει την επιχειρηματική αλλά και κοινωνική πρόοδο της χώρας.
Όσο η παραγωγικότητά μας είναι χαμηλή, ή οι μισθοί μας θα είναι χαμηλοί, ή η ανεργία θα βρίσκεται στα ύψη ή και τα δύο θα συμβαίνουν ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει σήμερα.
Πολλοί επικαλούνται το παράδειγμα της Βουλγαρίας για να υποστηρίξουν ότι τόσο οι χαμηλοί μισθοί, όσο και η χαμηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων δεν παίζουν ρόλο τελικά για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη.
Τέτοιες συγκρίσεις προκύπτουν απο λογικές πλάνες. Δεν μπορείς να συγκρίνεις δύο τόσο ανόμοιες οικονομίες για να δεις αν το φάρμακο που δούλεψε στη μία περίπτωση θα δουλέψει και στην άλλη. Είναι σαν να κοιτάζει κανείς έναν μαραθωνοδρόμο που τρώει τρία πιάτα μακαρόνια την ημέρα προτού τρέξει και να συμπεραίνουμε στη συνέχεια ότι η μακαρονάδα αδυνατίζει, επειδή μετά τον μαραθώνιο τον ζυγίσαμε και ήταν 3 κιλά ελαφρύτερος.
Η Βουλγαρία είναι μια χώρα μέσου εισοδήματος, με χαμηλή παραγωγικότητα (κακές υποδομές, ελλιπές κεφάλαιο κ.ά). Σχηματικά, η Βουλγαρία δεν είναι φτωχή επειδή έχει χαμηλούς μισθούς. Έχει χαμηλούς μισθούς επειδή ειναι φτωχή.
Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά δεν είναι πλουσιότερη επειδή έχει υψηλότερους μισθούς. Έχει υψηλότερους μισθούς επειδή παράγει περισσότερο. Έχει υψηλότερη παραγωγικότητα. Το πρόβλημα είναι ότι οι μισθοί του 2007 δεν αντιστοιχούσαν στην παραγωγικότητά μας. Αυτό που βλέπουμε από τότε είναι, σε μεγάλο βαθμό, η αναγκαία επιστροφή των μισθών στο επίπεδο το οποίο αντέχει η οικονομία. Να το διευκρινίσουμε ξανά: οι μισθοί δεν μειώνονται για λόγους εθνικής περηφάνειας ή μιζέριας, για να «γίνουμε ανταγωνιστικοί» ή για να «γίνουμε Βουλγαρία». Οι μισθοί πέφτουν διότι -μαζί με τις τιμές- στην Ελλάδα του 2007 ήταν τεχνητά «φουσκωμένοι». Βρέθηκαν σε επίπεδα τα οποία η ελληνική οικονομία απλώς δεν μπορούσε να υποστηρίξει.
Η παράμετρος της αγοραστικής δύναμης; Μειωμένοι μισθοί δεν σημαίνουν και μειωμένη ζήτηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Ναι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να αυξάνει κανείς τους μισθούς όσο επιθυμεί, περιμένοντας ότι θα αυξάνεται αντίστοιχα και η ζήτηση.
Ας το δούμε διαφορετικά και πολύ απλά: το δημόσιο δεν έχει κεφάλαια για να αυξήσει τους μισθούς που πληρώνει. Χρεοκόπησε. Ακόμη και το τελευταίο παιδί σε αυτήν τη χώρα πρέπει να το καταλάβει. Ο δε ιδιωτικός τομέας βρίσκεται επίσης σε δεινή κατάσταση. Οι περισσότερες επιχειρήσεις όχι μόνο δεν μπορούν να χορηγήσουν αυξήσεις, αλλά είναι ζήτημα αν μπορούν να διατηρήσουν τους υπαλλήλους που έχουν σήμερα, με τους σημερινούς μισθούς.
Σίγουρα θα έχετε ακούσει το επιχείρημα: «πολλές επιχειρήσεις διαμηνύουν σήμερα ότι δεν είναι βιώσιμες, αφού όμως έχουν βάλει στην άκρη την υψηλή κερδοφορία των προηγούμενων ετών». Ποια είναι η γνώμη σας;
Καταρχάς, αμφιβάλλω οτι τα κέρδη ήταν τόσα, ώστε να υπερκαλύπτουν 5 χρόνια ζημιών λόγω κρίσης. Έπειτα, ένα παρόμοιο επιχείρημα δεν έχει και νόημα. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν βασικό στόχο τη φιλανθρωπία. Έχουν μετόχους που θέλουν τα λεφτά τους να πιάνουν τόπο. Αν δεν έχει έσοδα η επιχείρηση, τα κεφάλαια αποσύρονται και κλείνουν. Αν η Apple σε 20 χρόνια δεν πουλάει ούτε ένα κινητό ή ηλεκτρονικό υπολογιστή, δεν θα συνεχίσει να λειτουργεί επειδή έβγαζε το 2013 κάποια δις κέρδος. Θα προσπαθήσει να ξαναβγεί στην κερδοφορία και αν δεν τα καταφέρει, θα κλείσει, όπως έχουν κλείσει τόσο πολλές εταιρείες στην ιστορία που κάποτε είχαν υπάρξει κερδοφόρες.
Θα πρέπει άραγε να υπάρχουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας των εργαζομένων για λόγους κοινωνικής συνοχής; Υπό αυτήν την έννοια, δεν βοηθά να μην κινείται ο μίνιμουμ μισθός σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα;
Η κοινωνική συνοχή, με την έννοια της κοινωνικής ειρήνης, δεν είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε άλλον στόχο. Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι σίγουρα σημαντικότερη από την κοινωνική συνοχή. Για λόγους λοιπόν δικαιοσύνης και μόνο, αν όχι και κοινής λογικής, υπάρχουν σίγουρα πολλές εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα που είναι εξαιρετικά άνισες και εκεί μια κρατική παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει. Με την ανεργία στα ύψη και τις θέσεις εργασίας να σπανίζουν, κάποιοι εργοδότες μπορεί να κακομεταχειρίζονται τους εργαζομένους.
Θα ήταν κανείς πολύ φανατικός αν υποστήριζε ότι πρέπει αύριο να καταργηθεί κάθε πολιτική «προστασίας» της εργασίας. Το ερώτημα όμως είναι ποιες πολιτικές πραγματικά προστατεύουν τους πολίτες, είτε αυτοί εργάζονται είτε αναζητούν εργασία.
Το να θέτουμε κάποιο κατώτατο όριο στους μισθούς, ας πούμε 100 ευρώ, μπορεί να βοηθά τον εργαζόμενο να έχει υψηλότερη διαπραγματευτική ισχύ και να πετυχαίνει έναν ικανοποιητικότερο μισθό. Μπορεί θεωρητικά ένα τέτοιο μέτρο, υπό προϋποθέσεις, να ενισχύει την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων και κατ’ επέκταση την κατανάλωση, ώστε να αυξηθεί σημαντικά το ΑΕΠ και τελικά η συνολική απασχόληση να ενισχυθεί αντί να μειωθεί. Είναι όμως το ίδιο σαφές ότι αν θεσπίζαμε κατώτατους μισθούς στα 45.000 ευρώ, η ανεργία θα έφτανε στο 99%. Δεν μπορώ να φανταστώ ποιος θα ήταν χαρούμενος με αυτήν την προοπτική.
Στη σημερινή Ελλάδα, το ύψος της ανεργίας πιθανότατα δηλώνει ότι οι «κατώτατοι» μισθοί δεν βοηθούν πια αυτούς που υποτίθεται ότι θέλουμε να βοηθήσουμε, αλλά αντίθετα τους ζημιώνουν, καθώς τους σπρώχνουν είτε στην ανεργία, είτε στη μαύρη εργασία.
Πηγή: naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου