Πριν από τρεις μήνες ακριβώς,
με αφορμή ένα ρεπορτάζ της «Οικονομικής Καθημερινής» για λευκά τυριά που
πωλούνται σε τρίτες χώρες και φέρουν επωνυμίες όπως «Φέτα Τασμανίας», στο
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της εφημερίδας έφτασε η επιστολή μιας αναγνώστριας, που
τον τελευταίο χρόνο ζει και εργάζεται στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Ε.Κ. τόνιζε ότι αν και η ίδια, αλλά και οι περισσότεροι Ελληνες
που ζουν στα ΗΑΕ θα ήθελαν να τρώνε ελληνική φέτα, δυστυχώς στα καταστήματα
βρίσκουν μόνο «φέτα Τασμανίας» και «φέτα Αιγύπτου» και ο μόνος τρόπος να
καταναλώσουν πραγματική φέτα είναι να τους στείλουν οι συγγενείς τους ντενεκέ
από την Ελλάδα. Σκηνές, αν μη τι άλλο, που παραπέμπουν στα καλάθια με τα
αγροτικά προϊόντα και τα αυγά που έστελναν κάποτε οι συγγενείς από το χωριό σε
αυτούς που είχαν μεταναστεύσει στα αστικά κέντρα.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις που
δραστηριοποιούνται στον κλάδο τροφίμων επιδιώκουν να αλλάξουν το σκηνικό και να
κάνουν αισθητή την παρουσία τους στις χώρες της ευρύτερης περιοχής της Μέσης
Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Αυτή η αναθεώρηση της στρατηγικής δεν προέκυψε
φυσικά ύστερα από... συλλογική επιφοίτηση, αλλά κατά την
αναζήτηση διεξόδου για τις ελληνικές επιχειρήσεις μετά τους φραγμούς που έθεσαν οι παραδοσιακοί έως πρόσφατα συνεργάτες τους από την Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η ύφεση σε πολλές χώρες της Ευρώπης καθώς και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η εθνική οικονομία, οδήγησαν τη βιομηχανία τροφίμων να αναζητήσει συνεργασίες εξ Ανατολών.
αναζήτηση διεξόδου για τις ελληνικές επιχειρήσεις μετά τους φραγμούς που έθεσαν οι παραδοσιακοί έως πρόσφατα συνεργάτες τους από την Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η ύφεση σε πολλές χώρες της Ευρώπης καθώς και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η εθνική οικονομία, οδήγησαν τη βιομηχανία τροφίμων να αναζητήσει συνεργασίες εξ Ανατολών.
Τις συνεργασίες αυτές ευνοούν
οι διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στις χώρες της περιοχής αυτής. Η
σταδιακή άνοδος του βιοτικού επιπέδου στις χώρες αυτές, καθώς και οι αλλαγές στη
σύνθεση του πληθυσμού τους, μιας και πολλοί πλέον Ευρωπαίοι αλλά και Αμερικανοί
ζουν κι εργάζονται εκεί ως στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, δημιουργούν νέες
καταναλωτικές συνήθειες και ανοίγουν έτσι νέους δρόμους για τα ελληνικά τρόφιμα.
Η συγκέντρωση εξάλλου τουριστών από όλο τον κόσμο υψηλού εισοδηματικού επιπέδου,
για παράδειγμα στο Ντουμπάι, δημιουργεί, όπως επισημαίνει στην «Κ» επικεφαλής
γνωστής εταιρείας συμβούλων, σημαντικές προοπτικές για τα ελληνικά τρόφιμα εάν
τοποθετηθούν στα ξενοδοχεία και στους χώρους εστίασης.
Επιπλέον, πολλές αραβικές
χώρες, οι οποίες σήμερα εισάγουν το μεγαλύτερο ποσοστό των αναγκών τους σε
τρόφιμα, αναζητούν συνεργασίες με ξένες βιομηχανίες που έχουν την απαιτούμενη
τεχνογνωσία προκειμένου να εγκαταστήσουν στην περιοχή τους παραγωγικές μονάδες.
Στην πραγματικότητα δηλαδή, για τις ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων ανοίγονται
δύο δίαυλοι: αύξηση εξαγωγών και επέκταση της παραγωγικής τους δραστηριότητας
εκτός ελληνικών συνόρων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κατάρ, καθώς ο
επικεφαλής του Εθνικού Προγράμματος Ασφάλειας Εφοδιασμού Τροφίμων της χώρας έχει
θέσει ως στόχο το Κατάρ σε 12 χρόνια να παράγει τα δικά του τρόφιμα, που σήμερα
αναγκάζεται να εισάγει σε ποσοστό 90%. Στις διάφορες επαφές που γίνονται το
τελευταίο διάστημα μεταξύ Ελλάδας και Κατάρ συμμετέχουν και εκπρόσωποι της
ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων, με στόχο τη δημιουργία κοινοπρακτικών σχημάτων.
Το Κατάρ έχει ενδιαφερθεί και για την ανάπτυξη των υδροπονικών καλλιεργειών και
βρίσκεται σε επαφές με συγκεκριμένες ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν ήδη
πλούσια δραστηριότητα στον κλάδο αυτό.
Δυνατότητες για διείσδυση των
ελληνικών τροφίμων διαφαίνονται, σύμφωνα με τους ειδικούς, και στην αγορά της
Σαουδικής Αραβίας, καθώς έχει το εξής συγκριτικό πλεονέκτημα: ο πληθυσμός της
είναι κατά βάση νεανικός και ολοένα και περισσότερο υιοθετεί δυτικές
καταναλωτικές συνήθειες. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τους ταχύτατα
αναπτυσσόμενους κλάδους είναι από τη μια των fast food και από την άλλη των
βιολογικών προϊόντων. Η κατά κεφαλήν δαπάνη για τρόφιμα σημείωσε ρυθμό ανάπτυξης
9% το 2012, ενώ εκτιμάται ότι την περίοδο 2011-2016 θα σημειώσει αύξηση 40%. Οι
πωλήσεις ζαχαρωδών αυξήθηκαν κατά 12% το 2012 σε σχέση με το 2011, ενώ εκτιμάται
ότι έως το 2016 θα αυξηθούν κατά 46,5%. Οι πωλήσεις στο οργανωμένο λιανεμπόριο
τροφίμων αυξήθηκαν κατά 11,7% το 2012 και έως το 2016 εκτιμάται αύξηση κατά
66,6%.
Τα προηγούμενα χρόνια
αναζήτησαν το «αραβικό όνειρο» επιχειρήσεις από τον κλάδο των κατασκευών και των
δομικών υλικών. Τώρα φαίνεται ότι ήρθε η ώρα για τις επιχειρήσεις
τροφίμων.
Από το 1997
Μία από τις ελληνικές
επιχειρήσεις που εντόπισε νωρίς τις προοπτικές στην περιοχή ήταν η Chipita. Το
1997 προχώρησε μέσω joint venture στη δημιουργία παραγωγικής μονάδας στην
Αίγυπτο, ενώ δέκα χρόνια μετά, το 2007, έπραξε το ίδιο στη Σαουδική Αραβία.
Ιδιαίτερες σχέσεις με την περιοχή αναπτύσσει από πέρυσι και η Vivartia μετά τη
συμφωνία για κοινοπραξία που υπέγραψε το 2012 με την εταιρεία του Αμπου Ντάμπι,
Exeed Industries. Το β΄ εξάμηνο του 2013 αναμένεται να ξεκινήσει η κατασκευή
εργοστασίου γαλακτοκομικών προϊόντων, με στόχο να ολοκληρωθεί εντός του β΄
εξαμήνου του 2014. Επιπλέον, εντός του 2013 θα λειτουργήσουν στη Λιβύη δύο
καταστήματα Goody’s και δύο Flocafe.
kathimerini.gr - της Δήμητρας Μανιφάβα
Πηγή:
ERGON blog: Tο
«αραβικό όνειρο» κυνηγούν τώρα οι ελληνικές επιχειρήσεις τροφίμων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου