Οι επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών υστερούν
δραματικά, αναφέρει σε paper της η Κομισιόν, το οποίο υπογράφουν οι Uwe Bower,
Βασιλική Μίχου και Christoph Ungerer.
Όπως επισημαίνεται στην έκδοση της Κομισιόν, αυτή
η περιβόητη αδυναμία των εξαγωγών προηγείται της τρέχουσας κρίσης, καθώς η
Ελλάδα εδώ και καιρό είναι το κράτος-μέλος της ΕΕ με το χαμηλότερο μερίδιο
εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ. Και αυτό έχει επιδεινωθεί στη διάρκεια της κρίσης, με
τις επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών να επιδεινώνονται σημαντικά και να
υστερούν της ανάκαμψης άλλων χωρών που βρίσκονται σε πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή, η δυναμική των ελληνικών εξαγωγών
θα μπορούσε να είναι τεράστια. «Η Ελλάδα ελέγχει το 16% της διεθνούς ναυτιλίας,
καθιστώντας την ως το μεγαλύτερο ναυτιλιακό κράτος παγκοσμίως. Βρίσκεται κατά
μήκος μιας από τις πιο πολυσύχναστες θαλάσσιες οδούς –στη Διώρυγα του Σουζέ και
στη Μεσόγειο- και στο σταυροδρόμι μεταξύ τριών ηπείρων. Αυτό την καθιστά ως μια
φυσική εμπορική πύλη μεταξύ της Ασίας και της Κεντρικής Ευρώπης. Ως μέλος της
ΕΕ, είναι και μέλος μιας από τις πλουσιότερες περιοχές ελεύθερου εμπορίου στον
κόσμο. Είναι άφθονα προικισμένη με ήλιο, παραλίες και πολιτισμό, που την
καθιστούν προνομιακό τουριστικό προορισμό».
Το paper εκτιμά ότι η Ελλάδα εξάγει 1/3 λιγότερα
από ότι θα προέβλεπαν τα συνήθη διεθνή εμπορικά πρότυπα με βάση το ελληνικό
ΑΕΠ, το μέγεθος των εμπορικών της εταίρων και της γεωγραφικής απόστασης. Αυτό
κατατάσσει την απόδοση των ελληνικών εξαγωγών στην 31η θέση μεταξύ των 39 χωρών
του OECD που αναλύονται σε αυτό το paper. «Χαρακτηρίζουμε αυτό το εύρημα, ως το
παζλ των
χαμένων ελληνικών εξαγωγών», αναφέρεται χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι οι κλάδοι που επηρεάζονται περισσότερο περιλαμβάνουν αυτούς του ηλεκτρικού και μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ οι μεταφορές, ο τουρισμός και η γεωργία έχουν σχετικά ευνοϊκές επιδόσεις.
χαμένων ελληνικών εξαγωγών», αναφέρεται χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι οι κλάδοι που επηρεάζονται περισσότερο περιλαμβάνουν αυτούς του ηλεκτρικού και μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ οι μεταφορές, ο τουρισμός και η γεωργία έχουν σχετικά ευνοϊκές επιδόσεις.
Επισημαίνεται ακόμη ότι ενώ η υποαπόδοση των
ελληνικών εξαγωγών έχει γίνει πιο έντονη από την έναρξη της κρίσης χρέους λόγω
της πολιτικής αβεβαιότητας και της απουσίας εμπορικής πίστωσης, το παζλ των
ελληνικών εξαγωγών είναι ένα μόνιμο φαινόμενο που εκτείνεται πολύ πίσω,
τουλάχιστον στη δεκαετία του 90.
Στο paper στη συνέχεια διερευνάται το κατά πόσο το
παζλ των ελληνικών εξαγωγών μπορεί να εξηγηθεί από τους αδύναμους εγχώριους
θεσμούς. Η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας δεν μπορεί να συνοψιστεί εξαντλητικά
στην παραγωγικότητα της εργασίας και των μισθών ανά εργαζόμενο (κόστος εργασίας
ανά μονάδα). Αντίθετα, η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται πολύ από μια πιο
ολοκληρωμένη αντίληψη σε ό,τι αφορά το κόστος της επιχειρηματικής
δραστηριότητας, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από το κράτος δικαίου, τα
δικαιώματα ιδιοκτησίας, την ικανότητα εκτέλεσης των συμβάσεων, ευέλικτες
ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και πολλούς άλλους παράγοντες εκτός του
καταγεγραμμένου κόστους κεφαλαίου και εργασίας.
Οι τελωνειακές διατυπώσεις, οι διοικητικές
διαδικασίες και η ρυθμιστική διαφάνεια συνδέονται άμεσα με την εμπορική
διαδικασία. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τις εμπορικές
επιδόσεις μέσω του κόστους. «Εκτιμούμε πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που
βελτιώνουν το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο στο μέσο όρο των ΕΕ/ΟΟΣΑ, θα κλείσουν
μεταξύ ½ και ¾ του ελληνικού κενού των εξαγωγών. Μεγάλο μέρος αυτού του κενού
μπορεί να αναζητηθεί στα ελληνικά θεσμικά ελλείμματα».
Αυτά τα ευρήματα, υποδηλώνουν ότι ενώ η Ελλάδα
έχει ήδη πετύχει μεγάλες βελτιώσεις στην ανταγωνιστικότητα του κόστους από την
αρχή του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει
επίσης να αντιμετωπίσουν τους παράγοντες ανταγωνιστικότητας εκτός του κόστους,
όπως οι υποκείμενες θεσμικές ανεπάρκειες, για να «ξεκλειδώσει» τη δυναμική
ανάπτυξης των ελληνικών εξαγωγών.
Σημαντική πρόοδος έχει γίνει ήδη. Σύμφωνα με το
report της World Bank Doing Business, στο διάστημα 2010-2013, η Ελλάδα μείωσε
τα βήματα που χρειάζονται για να ανοίξει μια επιχείρηση, από 15 σε πέντε. Ενώ
χρειαζόταν 20 ημέρες για να πάρει κανείς έγκριση για εξαγωγικές δραστηριότητες
το 2012, το report της World Bank Doing Business αναφέρει ότι το 2013 αυτό
μπορεί να γίνει μέσα σε 16 ημέρες. Στη διάρκεια της περιόδου, ο αριθμός των
ημερών απόκτησης κατασκευαστικής άδειας μειώθηκε από τις 170 στις 105 ημέρες.
«Αυτά τα ενθαρρυντικά σημάδια πρέπει να ακολουθηθούν με περαιτέρω πολιτική
δράση», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου