Σελίδες

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Έξι στις δέκα ετικέτες ελαιολάδου ζούνε μόλις δύο χρόνια

Κάθε άλλο παρά... λάδι είναι η θάλασσα των εξαγωγών του τυποποιημένου εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, καθώς όπως δείχνει σχετική έρευνα μόνο η πρωτότυπη συσκευασία δεν αρκεί

Νέες ετικέτες, ιδιαίτερες συσκευασίες, ορεξάτοι άνθρωποι μπαίνουν τα τελευταία χρόνια στο χώρο του τυποποιημένου εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου με στόχευση στις αγορές του εξωτερικού. Νέες επιχειρήσεις επιχειρούν με όπλο την τυποποίηση να καλύψουν το κενό που υπήρχε στη διεθνή αγορά σε ό,τι αφορά το επώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο, αφού ως γνωστόν το χρυσάφι της ελληνικής γης πωλείται κατά κύριο λόγο χύμα στους γείτονες Ιταλούς.

Δυστυχώς, όμως, η θάλασσα των εξαγωγών που ανοίγονται οι νεόκοποι επιχειρηματίες κάθε άλλο παρά... λάδι είναι, όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα της έρευνας της εταιρείας DK Consultants μέλος του ΣΕΒΕ για τις εξαγωγές του τυποποιημένου, εξαιρετικά παρθένου ελληνικού ελαιολάδου(με οξύτητα μικρότερη ή ίση με 0,8%).
Η εταιρεία κατέγραψε επί δύο χρόνια (από τις 12 Μαΐου 2011 έως την 1η Ιουνίου 2013) όλες τις ετικέτες ελληνικού ελαιολάδου μεγάλων, μικρομεσαίων έως και πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες στοχεύουν κατά κύριο λόγο στις αγορές του εξωτερικού. Συνολικά, η μελέτη κατέγραψε 2.643 ετικέτες.

Όπως προκύπτει από την έρευνα, το 63,4% των ετικετών, δεν επανεμφανίστηκαν στην αγορά μετά από δύο χρόνια. Επιπλέον, παρατηρείται ένας πολύ μεγάλος αριθμός ετικετών ελαιολάδου με στόχευση στις αγορές του εξωτερικού, των οποίων ο μέσος όρος ζωής είναι 14 μήνες, μηδαμινός δηλαδή σε σχέση με εκείνον των υπόλοιπων ανταγωνιστριών χωρών (Ισπανία, Ιταλία). Παράλληλα, ο μέσος όρος κόπωσης στην αγορά διαμορφώνεται σε μόλις 9 μήνες.
Το πρόβλημα οφείλεται κατά κύριο λόγο στον κατακερματισμό των ετικετών, στην επαναλαμβανόμενη ομοιότητα, στην απουσία προσέγγισης storytelling μεταξύ των ετικετών και στην ανεπαρκή στρατηγική στόχευσης και διείσδυσης στις αγορές-στόχους. Επιπλέον, πολλές φορές η ενασχόληση με την αγορά του ελαιολάδου είναι επιφανειακή, χωρίς την απαραίτητη γνώση και τον επαγγελματισμό και φθάνει στα όρια της προχειρότητας. Εξάλλου, οι νέες ετικέτες έχουν να ανταγωνιστούν ισχυρά brand name ανταγωνιστριών χωρών και την ίδια στιγμή να τα βγάλουν πέρα με το υψηλό κόστος της συσκευασίας και των συναφών υπηρεσιών για τη δημιουργία και διάθεση του προϊόντος.
 Εξαιρετικά παρθένο αλλά όχι εξαιρετικά κερδοφόρο
Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά το κόστος, σύμφωνα με την έρευνα, ο μέσος όρος πώλησης χονδρικής ex-works για ένα μπουκάλι 500 ml για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο ανέρχεται σε 3,25 ευρώ όταν το κόστος πρωτογενούς και δευτερογενούς συσκευασίας χωρίς το περιεχόμενο και το κόστος εμφιάλωσης κυμαίνεται μεταξύ 0,90 ευρώ και 5,25 ευρώ. Σύμφωνα με την DK Consultants οι περισσότερες ετικέτες πωλούνται από 2,25 έως 2,95 ευρώ, τα ultra premium ελαιόλαδα πωλούνται από 3,25 ευρώ έως 6,90 ευρώ με εξαίρεση πέντε ετικέτες που κυμαίνονται από 7,35 ευρώ έως 16,60 ευρώ.
Ο μικρός χρόνος ζωής των ετικετών έχει ως συνέπεια να μην μπορούν να εδραιωθούν οι ελληνικές εταιρείες στην αγορά και να έχουν συνέχεια και συνέπεια. Την ίδια στιγμή, οι νέες ετικέτες που τοποθετούνται συνεχώς στα ράφια delicatessen καταστημάτων, αλυσίδων super markets και e-shops, με νέα όμορφα μπουκάλια, δε μπορούν να διαφοροποιηθούν ουσιαστικά, με αποτέλεσμα τη μη ένταξή τους στην καταναλωτική συνήθεια των αγοραστών.
Όλα τα παραπάνω αποτρέπουν τους καταναλωτές να μετατραπούν σε πρέσβεις ελληνικών brand, προκαλούν οικονομική ζημιά στις εταιρείες και κυρίως στο ελληνικό ελαιόλαδο.

Πηγή : Voria.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Export Academy

Export Academy