Μετά από επτά δεκαετίες όπου η Κίνα ακολουθούσε το οικονομικό θαύμα της Ιαπωνίας, βασισμένο στις εξαγωγές, η Κίνα κινδυνεύει πλέον να πέσει στο ίδιο οικονομικό θαύμα από το οποίο η Ιαπωνία προσπαθεί να ξυπνήσει εδώ και 20 χρόνια.
Η Κίνα προσπαθεί να απογαλακτιστεί από μια συνήθεια που πήρε από τον πιο προηγμένο γείτονά της: στηρίζει την ανάπτυξη της στις εξαγωγές και επενδύσεις μέσω πιστώσεων. Αυτό έχει αφήσει την οικονομία της μονόπλευρη, λένε οι οικονομολόγοι, με μαζικές επενδύσεις σε ακίνητα και βιομηχανίες να χάνουν γρήγορα το πλεονέκτημα του κόστους. Οι μισθοί αυξάνονται με την απόδοση των επενδύσεων να πέφτει.
Με την ανάπτυξη να ολισθαίνει, ο Πρόεδρος της Κίνας Xi Jinping και ο Γενικός Γραμματέας Li Keqiang φαίνονται αποφασισμένοι να αποφύγουν μια αμερικανικού τύπου οικονομική κρίση, με εκτεταμένες χρεοκοπίες και απώλειες θέσεων εργασίας.
Η πρόληψη μιας τέτοιας κρίσης όμως θα μπορούσε να αποτελειώσει κάποιους ήδη πάσχοντες τομείς, να τερματίσει προσπάθειες που θα καταστήσουν την ανάπτυξη περισσότερο βιώσιμη και να δημιουργήσει το είδος τραπεζών και εταιρειών που γονάτισαν την οικονομία της Ιαπωνίας, λένε οι οικονομολόγοι.
Ο πληθυσμός που γερνάει γρηγορότερα από ότι στην Ιαπωνία είναι ένα επιπρόσθετο στοιχείο βάσει του οποίου οι ο
ικονομολόγοι ανησυχούν ότι η Κίνα μπορεί να επιχειρεί το αδύνατο.
ικονομολόγοι ανησυχούν ότι η Κίνα μπορεί να επιχειρεί το αδύνατο.
«Υπάρχει μια τεράστια διάθεση άρνησης. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα δημογραφικά στοιχεία δεν έχουν σημασία», δήλωσε ο Chetan Ahya, επικεφαλής οικονομολόγος της Ασίας στην Morgan Stanley στο Χονγκ Κονγκ. «Ανησυχούμε για τον αποπληθωριστικό κίνδυνο.»
Ο αποπληθωρισμός μπορεί να φαίνεται απίθανος σε μια οικονομία που εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ρυθμό 7,5 τοις εκατό και όπου οι τιμές καταναλωτή αυξάνονται κατά 2,7 τοις εκατό το χρόνο. Όμως, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι η Κίνα μοιάζει με την Ιαπωνία το 1989, δύο χρόνια πριν τη συντριβή της.
Όπως και η Ιαπωνία, η Κίνα κάλεσε τις τράπεζες να διοχετεύσουν επενδύσεις προς τις εξαγωγικές βιομηχανίες για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Σε αντάλλαγμα, τα επιτόκια ρυθμίζονται για να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες θα σημειώσουν ένα υγιές κέρδος. Επειδή τα πιο κερδοφόρα δάνεια ήταν εκείνα στους λιγότερο επικίνδυνους δανειολήπτες, οι τράπεζες επικεντρώσαν το δανεισμό τους στις μεγάλες κρατικές εταιρείες.
Όπως έκανε και η Ιαπωνία τη δεκαετία του 1980, η Κίνα προσπάθησε να το διορθώσει αυτό με τη μερική απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, δημιουργώντας νέες δυνατότητες χρηματοδότησης, μια αγορά ομολόγων και άλλων μη τραπεζικών χορηγήσεων. Αλλά, όπως στην Ιαπωνία, αυτό ενθάρρυνε τις τράπεζες να δανείζουν περισσότερο, όχι όμως και πιο σοφά, βοηθώντας τη δημιουργία μιας φούσκας ακινήτων. Τα πράγματα χειροτέρεψαν το 2009, όταν η Κίνα ξεκίνησε μια πολιτική τόνωσης αξίας 4 τρισεκατομμύρια γουάν (μέσα από πιστώσεις), για να αποκρούσει την παγκόσμια κρίση.
Ενώ η Ιαπωνία σημείωσε πιστωτική επέκταση από το 127 τοις εκατό του ΑΕΠ στο 176 τοις εκατό μεταξύ 1980 και 1990, οι πιστώσεις της Κίνας αυξήθηκαν από 105 τοις εκατό το 2000 στο 187 τοις εκατό του ΑΕΠ το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με την JPMorgan Chase στο Χονγκ Κονγκ.
Το πρόβλημα της Κίνας είναι πλέον ότι κάθε γιουάν επενδύσεων αποδίδει ένα μειωμένο πόσο νέου ΑΕΠ. Η επιβράδυνση δημιουργεί ήδη σημάδια αποπληθωριστικών πιέσεων: οι τιμές παραγωγού έχουν μειωθεί εδώ και 16 μήνες και η Morgan Stanley σημειώνει ότι το πραγματικό κόστος δανεισμού των 8,7 τοις εκατό αυξάνονται ταχύτερα από την ανάπτυξη του τομέα.
Ένας κίνδυνος, συνεπώς, είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις της Κίνας ωθούν την ανάπτυξη σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε να προκαλέσουν κύμα πρωχεύσεων που θα κλονίσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
«Είναι πολύ σημαντικό να επιβραδύνει η χώρα την αύξηση των πιστώσεων», είπε ο Grace Ng, ανώτερος οικονομολόγος της Κίνας στην JP Morgan στο Χονγκ Κονγκ. «Αλλά αν εμείς επιβραδύνουμε και απομοχλεύσουμε σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσε να δημιουργηθεί πολύ μεγάλος κίνδυνος στην πραγματική οικονομία.»
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, όπως προειδοποιούν οι περισσότεροι, είναι ότι για να αποφευχθεί η κοινωνική αναταραχή το Πεκίνο αρνείται να αναλάβει τέτοια ευθύνη και αντ' αυτού ενθαρρύνει τις τράπεζες να διατηρήσουν τους δανειολήπτες στη ζωή μετατοπίζοντας χρονικά τα δάνεια τους, όπως έκαναν οι τράπεζες της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1990, και άρα εμποδίζοντάς τους από το να δανείσουν κερδοφόρες νέες επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν την ανάπτυξη.
Πρόσφατες προσπάθειες του Πεκίνου να αμβλύνει την επιβράδυνση αντλούν ανάμεικτα σχόλια. Ανακοίνωση της περασμένης εβδομάδας από τον Li ότι το Πεκίνο θα μειώσει τους φόρους για τις μικρές επιχειρήσεις και τη γραφειοκρατία για τους εισαγωγείς θεωρείται ευπρόσδεκτη αναδιάρθρωση – η παράλληλη ενίσχυση της πίστωσης για το εξωτερικό εμπόριο και τους σιδηροδρόμους δίνει την αίσθηση των μίνι-διασώσεων.
Ομοίως, ορισμένοι οικονομολόγοι βλέπουν την κίνηση της κεντρικής τράπεζας αυτό το μήνα για να εξαφανίσει το κατώτατο όριο στα επιτόκια δανεισμού ως ένα θετικό βήμα ώστε οι τράπεζες να τιμολογούν δάνεια ανάλογα με τον κίνδυνο τους. Άλλοι είδαν την ιαπωνικού-στυλ κανονιστική αυτοσυγκράτηση ως τρόπο να βοηθήσει τις τράπεζες με την αναχρηματοδότηση των δανείων των καλύτερων πελατών τους, ώστε να μπορούν να περάσουν τις οικονομίες σε δικούς τους οφειλέτες με μεγαλύτερη ανάγκη.
«Δεδομένου ότι τα περιθώρια κέρδους θα μειωθούν, οι τράπεζες θα προσπαθήσουν να αυξήσουν τους όγκους δανεισμού μειώνοντας τα πιστωτικά τους πρότυπα», δήλωσε ο Wataru Takahashi, πρώην υπαλλήλος της Τράπεζας της Ιαπωνίας, ο οποίος είναι σήμερα καθηγητής στο Osaka University of Economics. «Αυτή είναι και η ιστορία των ιαπωνικών τραπεζών στα τέλη της δεκαετίας του 1980.»
Ορισμένοι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι οι ομοιότητες δεν είναι τόσο εμφανείς. «Συγκρίνοντας τη σημερινή Κίνα με την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990 είναι μάλλον υπερβολικό», δήλωσε ο Changyong Ρι, επικεφαλής οικονομολόγος της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης στη Μανίλα.
Η χαμηλότερη ανάπτυξη της Κίνας, λέει ο Rhee και άλλοι, της δίνει μια δεξαμενή ζήτησης που η εύπορη Ιαπωνία δεν είχε. Οι φτωές επαρχίες της Κίνας δεν πάσχουν από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και σύντομα η Κίνα θα χρειάζεται τα έργα υποδομής που σήμερα φαντάζουν εξωπραγματικά.
Η ώθηση της Κίνας προς την αστυφιλία αποτελεί μια ακόμη πηγή ανάπτυξης.
Αλλά η χαμηλότερη ανάπτυξη καθιστά επίσης πιο δύσκολο να ξεπεράσει η χώρα μια αδύναμη αγορά εργασίας ή στάσιμους μισθούς. Και η αστικοποίηση μπορεί να μην είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν κάποτε: με περισσότερο από το ήμισυ της Κίνας, ήδη στις πόλεις, η μέση ηλικία στις αγροτικές περιοχές είναι περίπου 40 και όχι δημογραφικά επιρρεπής σε μετεγκατάσταση για νέες ευκαιρίες.
Τελικά, μπορεί να είναι τα δημογραφικά στοιχεία που θέτουν την Κίνα σε πιο σταθερή αποπληθωριστική τροχιά. Χάρη στην πολιτική του ενός παιδιού, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας της Κίνας ήδη συρρικνώνεται. Αυτό συνέβη στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα τη χαμηλότερη κατανάλωση και αισθητά χαμηλότερα ποσοστά ανάπτυξης.
Η λύση μπορεί να βρεθεί - πού αλλού; - στην Ιαπωνία, όπου η κυβέρνηση καταπολεμά των αποπληθωρισμό με επιθετικές νέες πολιτικές για τη μείωση του κόστους δανεισμού, με την ενίσχυση των δημοσίων δαπανών και, αν και έχει υλοποιήσει μερικά από αυτά, με την εξάλειψη των εμποδίων στην ανάπτυξη.
«Δύο πράγματα είναι απαραίτητα για την αποφυγή του αποπληθωρισμού μετά από μια ευκαιριακή άμετρη πίστωσης,» δήλωσε ο Ahya της Morgan Stanley. «Ένα είναι μια καλή δημοσιονομική και νομισματική απάντηση και το δεύτερο είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.»
Πηγή : Σοφοκλέους10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου